- καρχαλέος
- καρχαλέοςroughmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρχαλέος — καρχαλέος, α, ον (Α) 1. ξερός («δίψη καρχαλέοι», Ομ. Ιλ.) 2. ορμητικός, άγριος («καρχαλέοι κύνες», Απολλ. Ρόδ.) 3. (για ήχο) τραχύς, οξύς («καρχαλέος χρεμετισμός», Νόνν.) [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρόκειται πιθ. για προϊόν συμφυρμού τών λ. κάρχαρος και… … Dictionary of Greek
καρχαλέον — καρχαλέος rough masc acc sg καρχαλέος rough neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρχαλέης — καρχαλέος rough fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρχαλέοι — καρχαλέος rough masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρχαλέοισι — καρχαλέος rough masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρχαλέου — καρχαλέος rough masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρχαλέους — καρχαλέος rough masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρχαλέῃ — καρχαλέος rough fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
коржавый — сухой, сморщенный, жесткий , коржаветь твердеть . По мнению Бернекера (1, 667), Потебни (РФВ 3, 95), Миклошича (Мi. ЕW 132), от корж. Следует отклонить мысль о родстве с греч. καρχαλέος грубый , вопреки Маценауэру (LF 8, 204); ср. Бернекер, там… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
хорт — борзая , хортица – то же, укр. хорт, хортиця – то же, хортовий быстрый, проворный , болг. хърт(ът) борзая , др. сербск. хрьть, сербохорв. хр̏т, словен. hr̀t, род. п. hrta, чеш., слвц. chrt, польск. chart, в. луж. khort, н. луж. chart. Из др.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера